οξυουρίς

οξυουρίς
η, και οξύουρος, ο
ζωολ. γένος νηματωδών παρασιτικών σκωλήκων τής τάξης οξύουροι, που προκαλούν την οξυουρίαση, αλλ. εντερόβιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oxyuris (< οξυ-* + -ουρίς < ουρά). Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οξυουρίαση — (Ιατρ.). Παρασιτική νόσος, που οφείλεται στην ύπαρξη οξύουρου στο έντερο του ανθρώπου. Παρατηρείται σε όλες τις ηλικίες αλλά περισσότερο προσβάλλει τα παιδιά. Το κύριο χαρακτηριστικό της νόσου είναι η χρόνια φλεγμονή του βλεννογόνου του ορθού και …   Dictionary of Greek

  • οξύουροι — οι ζωολ. τάξη φασμιδίων νηματωδών σκωλήκων, τυπικός αντιπρόσωπος τής οποίας είναι το γένος οξυουρίς ή οξύουρος ή εντερόβιος, που ζει παρασιτικά στο έντερο τού ανθρώπου και άλλων θηλαστικών και προκαλεί την παρασίτωση οξυουρίαση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”